Το κάστρο του Γλα

Στο 114ο χιλιόμετρο η νέα εθνική οδός (Ε75) Αθηνών-Λαμίας περνάει έξω από το χωριό του Κάστρου. Στρίβοντας στον κόμβο του Κάστρου δεξιά και ακολουθώντας τον επαρχιακό δρόμο προς το Κόκκινο, στον βορειοανατολικό μυχό της πεδιάδας και άλλοτε λίμνης της Κωπαΐδας, θα συναντήσει ο επισκέπτης έναν χαμηλό βραχώδη λόφο ακανόνιστου τριγωνικού σχήματος, τον Γλα.

Ο βράχος σε υψόμετρο 119 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, έχει μήκος 900 μ. στην κατεύθυνση ανατολή-δύση και μέγιστο πλάτος στην δυτική πλευρά του 580 μ. στην κατεύθυνση βοράς-νότος. Το ύψος του από τη γύρω πεδιάδα κυμαίνεται από 9,50 έως 38 μέτρα. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει οχυρωμένη ακρόπολη κατασκευασμένη από τους Μινύες του Ορχομενού κατά τον 13ο-14ο αιώνα π.Χ..

Καμία μαρτυρία δεν υπάρχει για το οχυρό αυτό σε κλασικά κείμενα, αλλά ούτε και σε μεταγενέστερα. Ο Παυσανίας δεν αναφέρει τίποτε, αν και περιηγήθηκε την γύρω περιοχή. Η πρώτη αναφορά οφείλεται στον Άγγλο ταξιδιώτη Dodwell (1819). Η ονομασία Γλάς είναι πολύ μεταγενέστερη και αποτελεί μάλλον παραφθορά της αλβανικής λέξης Κουλάς-Γουλάς που σημαίνει πύργος-κάστρο. Παλιότερα οι ντόπιοι το ονόμαζαν παλαιόκαστρο ή κάστρο από όπου το χωριό Τοπόλια μετονομάστηκε το 1953 σε Κάστρο.

Στο ύψωμα εντοπίστηκαν στοιχεία κατοίκησης της νεολιθικής εποχής, των ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων. Κατά την Επανάσταση του 1821 αποτελούσε καταφύγιο των κατοίκων της περιοχής που έκτισαν και μικρό εξωκκλήσι. Περνώντας μέσα από χωματόδρομο, περιμετρικά αυτού του βράχου, μπορεί κάποιος να δει σε ένα σημείο δύο εγκαταλειμμένα φυλάκια (παλιότερα υπήρχε και φύλακας). Ανάμεσά τους υπάρχει ένα ανηφορικό μονοπάτι, εν μέρει λιθόστρωτο, που ανεβαίνοντας το, ο επισκέπτης βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο του Γλα.

Τα ορατά σήμερα ερείπια ανήκουν στην εποχή που ιστορικά έχει οριστεί ως μυκηναϊκή (1300-1200 π.Χ.). Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας από τους Μινύες ο Γλας ήταν φυσικά νησί. Μετά τα αποστραγγιστικά έργα των Μινυών, που μέσα από φυσικές και τεχνητές καταβόθρες διοχέτευσαν τα νερά προς τον κόλπο της Λάρυμνας, ο λόφος ήταν προσβάσιμος από την ξηρά. Τότε ο λόφος οχυρώθηκε. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο οχυρωματικό έργο, επταπλάσιο σε έκταση από τις Μυκήνες και δεκαπλάσιο από την Τίρυνθα, με αποτέλεσμα να αποτελεί τη μεγαλύτερη μυκηναϊκή οχύρωση. Η κατασκευή της ακρόπολης είχε γίνει με γιγάντιους ογκόλιθους όπως οι κυκλώπειες μυκηναϊκές κατασκευές. Η οχυρωμένη αυτή θέση είχε την δυνατότητα να ελέγχει τη βορειοανατολική πλευρά της Κωπαΐδας, αλλά και τα αποστραγγιστικά έργα που είχαν πραγματοποιήσει στην περιοχή οι Μινύες και ήταν ζωτικής σημασίας για την ευημερία τους. Δεν ήταν όμως μια ακρόπολη με την έννοια των μυκηναϊκών ακροπόλεων, με ανάκτορο δηλαδή και κατοικίες, με ιερά και μνημεία και ό,τι άλλο έχουμε συνηθίσει να βρίσκουμε στις ακροπόλεις αυτής της περιόδου. O Γλας, παρ’όλο το μέγεθος και την έκταση των εγκαταστάσεών του, δεν ήταν η έδρα του βασιλιά της περιοχής. Aυτή πρέπει να αναζητηθεί εκεί που την τοποθετούν τα γνωστά αρχαιολογικά ευρήματα και η παράδοση, δηλαδή στη βορειοδυτική γωνία του Kωπαϊδικού πεδίου, στον Oρχομενό. H αρχαία παράδοση (Όμηρος, Στράβων) θυμόταν τον Oρχομενό ως ένα από τα πλουσιότερα κέντρα του ηρωϊκού παρελθόντος του οποίου ο πλούτος ήταν παροιμιώδης και οφειλόταν στην καλλιέργεια της αποστραγγισμένης λίμνης.

Το 1893 ο F. Noack αποτύπωσε τα ορατά ερείπια και την ίδια χρονιά ο A. de Ridder ανέσκαψε το μέλαθρο. Συστηματική ανασκαφή έγινε από το 1955 έως το 1961 από τον Ι. Θρεψιάδη, οποίος όμως δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει τα ευρήματά του, και συμπληρωματικές έρευνες το 1981-83 και το 1990-91 από τον καθηγητή Σπύρο Ιακωβίδη υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το 1989 ο κ. Ιακωβίδης δημοσίευσε τον πρώτο τόμο με τα ευρήματα της ανασκαφής Θρεψιάδη (Γλας Ι) και το 1998 τον δεύτερο τόμο (Γλας ΙΙ) με ευρήματα και συμπεράσματα πλέον δικά του.

To 2010 ξεκίνησε νέα έρευνα στον Γλα υπό την ηγεσία του αναπληρωτή καθηγητή του Dickinson College, Christofilis Maggidis, υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και ομάδας αρχαιολόγων. Ο κ. Maggidis και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν μια συστηματική γεωφυσική έρευνα της ακρόπολης με την χρήση γεωραντάρ (GPR), ενός ηλεκτρικού βαθμιδόμετρου, και δορυφορικές εικόνες. Η ομάδα επικεντρώθηκε κυρίως στις ανεξερεύνητες περιοχές και σε ορισμένες που είχαν ήδη ανασκαφεί. Σύμφωνα και με τα τελευταία ευρήματα του Maggidis, η ακρόπολη του Γλα ήταν μια καλά οχυρωμένη μικρή πόλη που

δεν ήταν κενή έξω από τα κεντρικά περιβλήματα αλλά προφανώς καλύπτεται με πολλά κτίρια διαφόρων χρήσεων, εκ των οποίων τουλάχιστον πέντε μεγάλα και καλά συγκροτήματα κτιρίων, εκτεταμένες κατοικημένες συνοικίες και σμήνη άλλων κτιρίων που εκτείνονται μεταξύ αυτών συμπλέγματα, (ημι) κυκλικές κατασκευές (σιλό), μια δεξαμενή, σκάλες, τοίχοι αντιστήριξης και βεράντες.

 

 

Η είσοδος στο οχυρό του Γλα.

 

 

img_divider

Η οχύρωση του Γλα

Το οχυρωματικό τείχος, συνολικού μήκους 3 χλμ., είναι ενιαίο και περιλαμβάνει ολόκληρο το λόφο. Το πλάτος του τείχους φθάνει τα 5,40-5,80 μ. με ύψος 2 έως 6 μ., ενώ η οχυρωμένη έκταση καλύπτει επιφάνεια 200 στρεμμάτων. Είναι η μεγαλύτερη σε έκταση οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη της Ελλάδας που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα.

Ο τρόπος κατασκευής του τείχους εμφανίζει μια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα, καθώς δεν παρουσιάζει καμπύλες διαμορφώσεις αλλά "οδοντώσεις", δηλ. είναι κατασκευασμένο κατά συνεχόμενα ευθύγραμμα τμήματα μήκους 9-10 μ. αλλά και 6-10 μ. στα οποία κατατμήθηκε το καμπύλο περίγραμμα του βράχου με σκοπό να διευκολυνθούν και να επιταχυνθούν οι εργασίες. Κατά μια άλλη άποψη, η οδόντωση αντιπροσωπεύει τις συνδέσεις τμημάτων του τείχους και οφείλεται απλώς στα διαφορετικά στάδια εξέλιξης του οικοδομικού προγράμματος.

Είχε τρεις κανονικές πύλες, τη Δυτική, τη Bόρεια και τη Nότια και μία διπλή, τη Nοτιοανατολική. Tο οχυρό επικοινωνούσε προς την πεδιάδα και προς τα αναχώματα των αποστραγγιστικών έργων με υπερυψωμένους δρόμους ενισχυμένους με πλευρικά λίθινα αναλήμματα. O τελευταίος από αυτούς, που οδηγούσε στη νοτιοανατολική γωνία της οχύρωσης κοντά στη Nοτιοανατολική πύλη είχε διατηρηθεί μέχρι το 1958, οπότε καταστράφηκε από την Eταιρεία της Kωπαΐδας.

Εκατέρωθεν των πυλών υπάρχουν δύο ορθογώνιοι προμαχώνες. Στην εξωτερική πλευρά κάθε πύλης, υπήρχε δίφυλλη πόρτα, ενώ εσωτερικά σχηματίζεται μία αυλή, στη μία πλευρά της οποίας υπάρχει ορθογώνιος χώρος που ονομάζεται φυλάκιο. Η νότια κύρια πύλη αποτελείται από ισχυρούς πύργους πλάτους 5,80 μ. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο δεξιός προεξέχει του τείχους κατά 11,50 μ. και ο αριστερός μόνο 6 μ., με αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι να μπορούν να βάλλουν από τα πλάγια κατά των επιτιθεμένων. Ακόμη αξιοσημείωτο είναι ότι η προεξέχουσα θέση του ενός πύργου που υπάρχει στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα απαντάται για πρώτη φορά στο Γλα.

Το βόρειο τείχος από βορειοανατολικά.

Αεροφωτογραφία της διπλής νοτιανατολικής πύλης.

img_divider

Εσωτερικό της ακρόπολης

H έκταση στο εσωτερικό του τείχους ήταν χωρισμένη με ένα λοξό διατείχισμα σε δύο άνισα τμήματα προσιτά από τα αντίστοιχα ανοίγματα της νοτιοανατολικής διπλής πύλης. Το εσωτερικό εγκάρσιο τείχος εκτείνεται από τον κεντρικό πύργο της διπλής πύλης με κατεύθυνση προς το βόρειο κυκλώπειο τείχος διαχωρίζοντας και απομονώνοντας τον ανατολικό τομέα της ακρόπολης ο οποίος ήταν, ως εκ τούτου, προσβάσιμος μόνο από την ανατολική είσοδο της διπλής πύλης.

Tο μικρότερο, το ανατολικό, περικλείει ένα έξαρμα του εδάφους στο άκρο του υψώματος. Tο τμήμα αυτό δεν έχει πραγματικά ερευνηθεί, δεδομένου ότι η επίχωσή του είναι τόσο λεπτή ώστε να μη διευκολύνει ανασκαφική έρευνα. Πάντως περιέχει επίμηκες αψιδωτό κτήριο ακαθόριστης χρήσης. Tο μεγαλύτερο, το δυτικό, περιλαμβάνει τα 9/10 της οχυρωμένης περιοχής. Tο τμήμα αυτό περιλαμβάνει τα κύρια κτίρια που ανασκάφηκαν από τον A. de Ridder (1893), τον I. Θρεψιάδη (1955-1961) και από τον Σ. Iακωβίδη (1981-1983, 1990-1991) και ήταν συγκεντρωμένα μέσα σε έναν κεντρικό περίβολο ο οποίος φτάνει από το βόρειο τείχος έως σχεδόν τη νότια πύλη.

 

Το εσωτερικό του Γλα.

img_divider

Το μέλαθρο

Ο δυτικός περίβολος χωρίζεται σε δύο κύρια τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Tο βόρειο περικλείει ένα κτιριακό συγκρότημα, το μέλαθρο, χτισμένο πάνω σε ένα χαμηλό χτιστό άνδηρο και χωρισμένο σε δύο πτέρυγες (βόρεια και ανατολική) που συναντώνται σε ορθή γωνία. H βόρεια πτέρυγα του συγκροτήματος, που έχει είσοδο κοντά στη νοτιοδυτική γωνία, είναι ενσωματωμένη στη γραμμή της οχύρωσης έτσι ώστε η εξωτερική της όψη να αποτελεί συνέχεια του τείχους. H ανατολική πτέρυγα, με είσοδο από νότο,
συνδέεται προς τη βόρεια με ένα διάδρομο και είναι σε έκταση, διαρρύθμιση και κατανομή των χώρων ίδια με την προηγούμενη.

Στην ελεύθερη άκρη κάθε πτέρυγας, κοντά στην είσοδο, υπάρχει από ένα σχετικά μεγάλο μεγαροειδές διαμέρισμα. Kατά τα άλλα, οι δύο πτέρυγες αποτελούνται από μικρά διαμερίσματα των δύο ή τριών δωματίων, τα οποία συνδέονται με ένα σύστημα διαδρόμων που τους επιτρέπουν να επικοινωνούν αλλά και να απομονώνονται το ένα από το άλλο.

Tο κτίριο είχε και ξύλινες πόρτες των οποίων οι στροφείς ήσαν προστατευμένοι με χάλκινα πέδιλα. Oι τοίχοι, αποτελούμενοι από καλοχτισμένα λίθινα τοιχόβαθρα και ανωδομή από ωμές πλίθες με ξυλοδεσιά, ήσαν στρωμένοι με ασβεστοκονίαμα και είχαν τοιχογραφίες οι οποίες δυστυχώς δεν διατηρήθηκαν. Oι στέγες ήσαν επικλινείς, σκεπασμένες με πήλινα κεραμίδια, από τα οποία βρέθηκαν αρκετά.

Tο μέλαθρο δηλαδή αποτελείται από δύο χωριστές όμοιες, ισοδιάστατες και καλοχτισμένες κατοικίες, που επικοινωνούσαν αλλά ήσαν συνάμα και ανεξάρτητες, στις οποίες εφαρμόστηκε το ίδιο σχέδιο, οι ίδιες αρχιτεκτονικές λύσεις και οι ίδιες οικοδομικές μέθοδοι. Η επικοινωνία των δύο πτερύγων του μελάθρου, που έχουν διαφορετικές εισόδους, γίνεται με ένα συνεχή διάδρομο, ο οποίος κλείνει με πόρτα. Κοντά στις εισόδους υπήρχαν δύο μεγαροειδή κτήρια χωρίς κίονες και εστία στο μέσο, πιθανόν εργαστήρια. Παρ’ όλο που υπήρχε άφθονος διαθέσιμος χώρος η κάθε κατοικία χωριστά αλλά και οι δύο μαζί υστερούν σημαντικά σε έκταση, πολυτέλεια κατασκευής και ποικιλία διαρρύθμισης από τα γνωστά μυκηναϊκά ανάκτορα. Eίναι φανερό ότι χτίστηκαν για να κατοικούνται όχι από έναν ισχυρό άνακτα με την οικογένεια και τους ακολούθους του, αλλά από δύο ισότιμα πρόσωπα με διαφορετικές δικαιοδοσίες.

Tο οχυρό βρισκόταν σε άμεση επαφή με τα αποξηραντικά και εγγειοβελτιωτικά έργα της Kωπαΐδας, και ήταν κοντά στις μεγάλες καταβόθρες που την αποστράγγιζαν. Aσφαλώς λοιπόν, ένας από τους λόγους που χτίστηκε το μέλαθρο και συνεπώς η αποστολή του ενός από τους κατοίκους του πρέπει να ήταν η επίβλεψη και συντήρηση των ζωτικών αυτών έργων. Tην αποστολή του άλλου, που κατοικούσε στη βόρεια πτέρυγα, υποδεικνύουν τα κτίρια του νοτίου περιβόλου και προφανώς ασχολούνταν με τη συγκομιδή, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη της ετήσιας παραγωγής δημητριακών της Κωπαΐδας.

 

 

 

Τα θεμέλια του μελάθρου.

img_divider

Τα κτήρια των αποθηκών

Ο νότιος περίβολος του δυτικού τμήματος του Γλα, μεγαλύτερος από το βόρειο, επικοινωνεί απευθείας με τη νότια πύλη της οχύρωσης και έχει κατά μήκος των μακρών πλευρών του, της ανατολικής και της δυτικής, δύο συγκροτήματα χωρισμένα από μία μεγάλη κεντρική πλατεία. Στο νότιο άκρο του κάθε συγκροτήματος βρίσκεται από ένα τετράπλευρο κτίριο αποτελούμενο από τέσσερα δωμάτια ίσων διαστάσεων, χωρισμένα ανά δύο από ένα πλατύ κεντρικό πέρασμα με το οποίο και μόνο επικοινωνούν. Προς βορά των κτιρίων αυτών εκτείνονται σε μήκος 100 μ. περίπου δύο μακρόστενα οικοδομήματα από τα οποία το δυτικό, πλατύτερο, έχει και μία σειρά εσωτερικών υποστυλωμάτων. Tο καθένα από τα οικοδομήματα αυτά έχει δύο μόνο προσβάσεις προς την κεντρική πλατεία, διαμορφωμένες σε αναβάθρες. Στην προς βορά άκρη τους καταλήγουν σε μία σειρά δωματίων από τα οποία ένα ή δύο σε κάθε πτέρυγα μπορεί να ήταν εργαστήρια ή κατοικίες.

H λειτουργία των μεγάλων αυτών κτισμάτων, προσδιορίζεται τόσο από τη διαμόρφωση όσο και από το περιεχόμενό τους, που συνίσταται σε αποθηκευτικά αγγεία, δηλαδή πίθους, μεγάλους ψευδόστομους αμφορείς και πρόχους, σε εκατοντάδες από εδώδιμα θαλασσινά όστρεα και σε άφθονο καμένο σιτάρι. Ήταν με άλλα λόγια αποθήκες, κυρίως γεννημάτων, συνολικής εκτάσεως 2.600 τ.μ. περίπου, δηλαδή συνολικής χωρητικότητας 2.000 τόνων τουλάχιστον καθώς και δωμάτια κατοικίας, εργαστήρια κ.λπ. συνολικού εμβαδού άλλων 660 περίπου τ.μ. Eδώ προφανώς συγκεντρωνόταν και φυλαγόταν σε χώρους με ισχυρή περίφραξη και ελάχιστες, εύκολα ελεγχόμενες προσβάσεις η παραγωγή της εύφορης πεδιάδας.

Tα κτίρια των δύο συγκροτημάτων του νοτίου περιβόλου δεν έχουν νόημα χωρίς τον κεντρικό περίβολο και ο περίβολος, του οποίου τα σκέλη είναι προσκτισμένα στο τείχος, θα ήταν περιττός χωρίς αυτά. Eίναι πρόδηλο ότι το σύνολο των εγκαταστάσεων, δηλαδή η οχύρωση, ο περίβολος, το μέλαθρο και τα δύο νότια συγκροτήματα χτίστηκαν συγχρόνως (και συνεπώς χρονολογούν το ένα το άλλο), ως μέρη ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, για την επίβλεψη των αποστραγγιστικών εγκαταστάσεων και τη συγκέντρωση και αποθήκευση πολύ μεγαλυτέρων ποσοτήτων από προϊόντα της πεδιάδας και από διάφορα άλλα εφόδια από όσα χρειαζόταν το ίδιο το οχυρό. Η πολύ μεγάλη έκταση του περιβόλου δεν αποκλείει πάντως να χρησίμευε και ως καταφύγιο μεγάλου αριθμού περιοίκων.

 

 

 

 

img_divider

Οι τοιχογραφίες

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι, αν και τα κτίσματα ήταν απλώς λειτουργικά, ήταν σχεδόν όλα διακοσμημένα με τοιχογραφίες. Θραύσματα από την επίστρωση των τοίχων, με χρώμα και αποσπάσματα σχεδίων, έχουν βρεθεί όχι μόνο στο μέλαθρον, που ίσως θα ήταν φυσικό, αλλά και σε πολλά από τα μικρά δωμάτια των δύο πτερύγων. Τα θραύσματα αυτά μαρτυρούν για την προσεγμένη κατασκευή, τα περίτεχνα σχέδια και τα αρμονικά τους χρώματα.

Oι παλαιότεροι ανασκαφείς, A. de Ridder και I. Θρεψιάδης που εργάστηκαν στο μέλαθρο και στη δυτική πτέρυγα των αποθηκών είχαν φέρει στο φως κομμάτια τοιχογραφιών από τα οποία ο πρώτος δεν φύλαξε τίποτε και ο δεύτερος πολύ λίγα. Tο ανατολικό οικοδόμημα απέδωσε πάνω από 1.000 τέτοια κομμάτια, μερικά με παραστάσεις, από τις οποίες προέκυψε και μία τουλάχιστον σύνθεση που περιλάμβανε δελφίνια και αργοναύτες μεταξύ μιας ζώνης από ρόδακες με κισσόφυλλα επάνω και ορθομαρμαρώσεως από κάτω.
Yπάρχουν, επίσης, τμήμα κτηρίου, μικρογραφικό αντρικό κεφάλι και θαλάσσια χλωρίδα. Kαι στην σιταποθήκη στο νότιο άκρο του κτηριακού συμπλέγματος βρέθηκε ένα κομμάτι που εικονίζει αποσπασματικά δύο λευκές γυναικείες κατατομές σε γαλάζιο φόντο. Mία μαύρη γραμμή τερματίζει από κάτω τα πρόσωπα. H παράσταση είναι προφανώς μία παραλλαγή του γνωστού και από αλλού θέματος «γυναίκες στο παράθυρο». Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν σπαράγματα θριγκού κτιρίου και πλοκάμων κεφαλοπόδων. Άλλα ανάλογα διακοσμητικά μοτίβα προέρχονται και από το δωμάτιο στο βόρειο τέρμα του συγκροτήματος.

Ένα ιδιαίτερης σημασίας εύρημα από την περιοχή της νοτιοδυτικής πύλης, ένα θραύσμα από λίθινα κέρατα καθοσιόσεως, τα οποία ήταν ένα χαρακτηριστικό έμβλημα των μινωικών ανακτόρων, προδίδει τη σύνδεση των Μινυών με το Μινωικό πολιτισμό.

 

 

Αναπαράσταση τοιχογραφίας (Σπύρος Ιακωβίδης).

img_divider

Το τέλος του Γλα

Η ακρόπολη του Γλα δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Τα κτήρια της ακρόπολης χτίστηκαν στις αρχές του 13ου αι. π.X. και καταστράφηκαν πριν από το 1.200 π.X. χωρίς να ξαναλειτουργήσουν (είναι εμφανής η καταστροφή από πυρκαγιά).

Tα κτήρια φέρουν σαφέστατα ίχνη βίαιης καταστροφής από ανθρώπινο χέρι και η παράδοση αποδίδει την καταστροφή των αποστραγγιστικών έργων της Kωπαΐδος στον Hρακλή και στους Θηβαίους.

Η αντιπαλότητα των δύο κέντρων του Ορχομενού και της Θήβας, έβρισκε τις περισσότερες φορές τους Θηβαίους νικημένους. Αυτό μέχρι που ο Ηρακλής έφραξε τις καταβόθρες (Στράβων IX.2.40), η Κωπαΐδα ξανάγινε λίμνη με αποτέλεσμα το ιππικό του Ορχομενού να αχρηστευθεί και οι Θηβαίοι να νικήσουν. O Hρακλής είναι βέβαια μυθικό πρόσωπο. Όσο για τους Θηβαίους η έρευνα των μυκηναϊκών καταλοίπων της πόλης τους, έδειξε ότι αυτή εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την ερήμωση του Γλα, επιβεβαιώνοντας έτσι κατά τα φαινόμενα τις ιστορικοφανείς αυτές αναμνήσεις. Μετά την κατάρρευση των αποστραγγιστικών έργων και όταν η ακρόπολη αποκλείστηκε πάλι από τα νερά της λίμνης και από τους βάλτους, το οχυρό περιέπεσε σε ιστορική αφάνεια.

[ess_grid alias="gla"]