Η ιστορία των ανασκαφών

Ο πρώτος που επιχείρησε ανασκαφές στην περιοχή του Ορχομενού, το 1803, ήταν ο γνωστός για τις λεηλασίες του Άγγλος λόρδος Έλγιν, αλλά ευτυχώς με αρνητικά αποτελέσματα.

Το 1880 ο Ερρίκος και η Σοφία Σλήμαν ανασκάπτουν τον θολωτό τάφο του Μινύα και το 1886 η ανασκαφή επαναλαμβάνεται με συνεργασία του W. Dorpfeld.

Το 1891-1892 έγιναν έρευνες του Μ. Καμπάνη για τα αποστραγγιστικά κανάλια της Κωπαΐδας στο χωριό Πύργος.

Το 1893 ο A. de Ridder συνέχισε την ανασκαφή της αρχαίας πόλης και ο Γ. Σωτηριάδης εργάστηκε στον άγνωστης εποχής προϊστορικό τύμβο.

Το 1903-1905 οι Γερμανοί A. Frtwangler και H. Bulle ασχολήθηκαν με τα προϊστορικά ερείπια και την κεραμική τους.

Οι πρόσφατες ανασκαφές, το 1968-1973 και 1984-1985, οφείλονται στον καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών και έφορο αρχαιοτήτων Θ. Σπυρόπουλο που ανέσκαψε το Μεσοελλαδικής-Υστεροελλαδικής εποχής νεκροταφείο, το μυκηναϊκό ανάκτορο, το ναό του Διονύσου και το θέατρο-ωδείο της αρχαίας πόλης.

Με τις ανασκαφές αποκαλύφτηκε ότι ήταν τρεις πόλεις κτισμένες η μία πάνω στην άλλη. Η πρώτη στη νεολιθική εποχή, η δεύτερη στην πρωτοελλαδική εποχή και η τρίτη στην υστεροελλαδική. Η τελευταία είχε και πελώριο τριγωνικό τείχος ως την κορυφή του Υφάντειου λόφου.

 

Υψίποδη φιάλη Ορχομενού (2.000-1.500 π.Χ.).

img_divider

Ανασκαφές

Η περιοχή κατοικείται ήδη την Νεολιθική εποχή (4η-3η χιλιετία π.Χ.), αλλά δεν είναι σίγουρος ο εθνολογικός χαρακτήρας των κατοίκων.

Πρόχους με εγχάρακτη
διακόσμηση (Κωπαΐδα).

Αρχιτεκτονική

Δυτικά του θολωτού τάφου βρέθηκαν κυκλικά κτίσματα αυτής της περιόδου, με διάμετρο 2-6 μέτρα.

Κεραμική

Μεταξύ των διάφορων νεολιθικών κεραμικών ρυθμών στον Ορχομενό διακρίνονται τα μονόχρωμα αγγεία, τα κόκκινα με επίχρισμα, τα μονόχρωμα μελανά, τα εγχάρακτα και τα γραπτά με κόκκινη διακόσμηση σε λευκή επιφάνεια.

Στην πρωτοελλαδική (ΠΕ) περίοδο (2800-1900 π.Χ.) εμφανίστηκαν, όπως υποστήριξε ο Kunze, νέα πολιτιστικά στοιχεία στον Ορχομενό και αυτό σε αντίθεση προς όλες τις άλλες γνωστές περιπτώσεις μετάβασης από τη Νεολιθική εποχή στην εποχή του Χαλκού.

Αρχιτεκτονική

Από αρχιτεκτονική άποψη διακρίθηκαν τρία αρχιτεκτονικά στρώματα που αποκλήθηκαν αντίστοιχα: Ορχομενός Ι, Ορχομενός ΙΙ, και Ορχομενός ΙΙΙ.

Κυκλικά κτίσματα στον Ορχομενό ΠΕ ΙΙ.

Ορχομενός Ι

Κατώτερο και αρχαιότερο στρώμα (στην αρχή της ΠΕ εποχής) με οικοδομήματα που είχαν εξωτερικό τοίχωμα πάχους 1 μέτρο, εσωτερική διάμετρο 2-6 μέτρα, θεμέλια πέτρινα και τοίχους πλίνθινους. Από ορισμένους ερευνητές θεωρήθηκε ότι είχαν κατακόρυφα τοιχώματα, ενώ από άλλους ότι είχαν σχήμα κυψέλης για αποθήκευση σιτηρών και δημητριακών.

Ορχομενός ΙΙ

Εδώ βρέθηκαν οι αρχαιότεροι "βόθροι" (δηλαδή κυλινδρικές κοιλότητες στη γη) χωρίς επίχρισμα. Περιείχαν σε μεγάλη ποσότητα στάχτη καθώς και οστά ζώων, όστρακα αγγείων, λίθινα εργαλεία και χώμα ανάμεικτο με οργανικές ουσίες. Η συνηθισμένη τοποθέτηση των βόθρων ήταν στο δάπεδο των δωματίων των κατοικιών και ίσως στους ακάλυπτους χώρους του οικισμού και χρησίμευαν για ψήσιμο και διατήρηση της φωτιάς. Το εσωτερικό των κατοικιών έχει τις ίδιες διαστάσεις όπως και στην προηγούμενη φάση, δηλαδή 6 μέτρα, χωρίς χώρισμα στα περισσότερα δωμάτια, αλλά με λεπτότερους τοίχους χτισμένους με ωμές πλίνθους.

Ορχομενός ΙΙΙ

Βρέθηκε νεώτερο στρώμα βόθρων αλλά με επιχρισμένα με πηλό τοιχώματα. Η κατοίκηση του χώρου συνεχίζεται εντατικά όπως διαπιστώθηκε από τα αλληλοδιάδοχα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.

Κεραμική

Η ΠΕ κεραμική του Ορχομενού περιλάμβανε διάφορους ρυθμούς όπως τα στιλβωμένα με επίχρισμα αγγεία, τα βαμμένα και τα με μερική διακόσμηση, άλλα με σκούρα και άλλα ανοιχτόχρωμη διακόσμηση, αλλά και χονδροειδή. Βρέθηκαν επίσης πιθάρια αποθηκευτικής χρήσης και αγγεία από άλλες περιοχές του αρχαίου κόσμου (τρωικό "δέπας" του Σλήμαν) γεγονός που δείχνει την ζωηρή εμπορική επικοινωνία του Ορχομενού ήδη την εποχή αυτή.

Στην μεσοελλαδική (ΜΕ) περίοδο (1900-1600 π.Χ.) ο Ορχομενός αποτελεί κέντρο ομοσπονδίας Βοιωτικών πόλεων, εκμεταλλεύεται τα εύφορα εδάφη της Κωπαΐδας και η πολιτιστική μεταλλαγή εμφανίζεται στη νέα οικιστική αρχιτεκτονική. Όσον αφορά την τεχνοτροπία της κεραμικής διαπιστώνεται η ομαλή μετάβαση από τη μεσοελλαδική στην υστεροελλαδική περίοδο, αλλά τα κτερίσματα των τάφων δεν είναι εξαιρετικά πλούσια. Έτσι το πρόβλημα του "πολύχρυσου" Ορχομενού εμφανίζεται περίπλοκο, αν και η ονομασία αυτή μάλλον αναφέρεται στη μεταγενέστερη Μυκηναϊκή περίοδο.

 

Αρχιτεκτονική

Tα κτίσματα της περιόδου αυτής είναι ορθογώνια. Οι διαστάσεις των σπιτιών είναι συνήθως 6Χ10 μέτρα και περιλάμβάνουν αρκετά δωμάτια με εσωτερική εστία και δάπεδο από πατημένο πηλό. Ο γύρω χώρος είναι ξεσκέπαστος και οι αυλές πλακοστρωμένες.

Δίωτη φιάλη Ορχομενού
μεσοελλαδικής εποχής.

Το ΜΕ νεκροταφείο του Ορχομενού που είχε ανασκαφεί παλαιότερα, είχε σχηματιστεί στα όρια του οικισμού, και περιλάμβανε τάφους περίκλειστους με πλίνθους, 9 κιβωτιόσχημους ή παρεμφερείς και 9 λάκκους. Σε όλους οι ταφές (ανηλίκων και ενηλίκων) ήταν σε συνεσταλμένη στάση.

Το τμήμα του νεκροταφείου (μεσοελλαδικής - υστεροελλαδικής περιόδου) που ανασκάφηκε από τον Θ. Σπυρόπουλο το 1970-1971, περιλάμβανε 15 συλημένους τάφους με αξιόλογα κτερίσματα σύγχρονα με τα ευρήματα των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και υποδηλώνουν οτι ο πλούτος, μετά τον Ελλαδικό Μεσαίωνα, είχε εμφανιστεί πρώιμα και στον Ορχομενό. Οι τάφοι αυτοί ήταν κτισμένοι με λίθινες πλάκες και δύο μονο με πλίνθους.

Κεραμική

Ζωγραφική αναπαράσταση
κιβωτιόσχημου τάφου στον Ορχομενό, μεσοελλαδικής εποχής.

Η κεραμική της ΜΕ εποχής του Ορχομενού εμφανίζεται τελείως διαφορετική από αυτήν της προηγούμενης περιόδου. Τα αγγεία είναι καλοψημένα και τόσο καλά στιλβωμένα που δίνουν στην αφή την αίσθηση σαπουνιού.

Με τις γωνιώσεις και τις τμήσεις στον ώμο και στο λαιμό φαίνεται να επαναλαμβάνουν προγενέστερα μεταλλικά πρότυπα. Αυτά ήταν τα αγγεία που ο Σλήμαν τα αποκάλεσε μινύεια, ονομασία που συμβατικά γίνεται αποδεκτή γιατί οι Μινύες έζησαν κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους.

Τυπολογική εξέλιξη των "Μυνιακών" αγγείων της ΜΕ περιόδου, κατά τον O.T.P.K. Dickinson.
Ο θολωτός τάφος του Μινύα.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα ευρήματα του Θ. Σπυρόπουλου επιβεβαιώθηκε η αρχική άποψη του Bulle ότι ο Μυκηναϊκός οικισμός (1600-1100 π.Χ.) είχε οργανωθεί και στην πλαγιά του Υφάντειου λόφου και στην πεδιάδα δίπλα.

Στην ακρόπολη του Ορχομενού δεν βρέθηκαν αξιόλογα κτήρια της περιόδου αυτής.

Τα ευρήματα των παλαιών γερμανικών ανασκαφών περιλαμβάνουν διάφορα σπαράγματα τοιχογραφιών με αρχιτεκτονικές παραστάσεις και κρητικής προέλευσης ιερά κέρατα, καθώς και κεραμική που έχει παραμείνει άγνωστη και αδημοσίευτη. Έτσι η περίοδος αυτή εκπροσωπείται βασικά από το θολωτό τάφο και το ανάκτορο.

Αρχιτεκτονική

Tο ανάκτορο του Ορχομενού είχε κτιστεί νοτιοδυτικά της μονής της Σκριπούς και βορειονατολικά του θολωτού τάφου. Ο Bulle είχε ανακαλύψει βαθύ μυκηναϊκό στρώμα νότια της μονής αλλά μόνο με την ανασκαφή του Θ. Σπυρόπουλου (1970-1973) ήρθε στο φως σημαντικό σε έκταση τμήμα του ανακτόρου που παρουσιάζει δύο αλληλοδιάδοχες αρχιτεκτονικές φάσεις.

Παλαιότερο, της υστεροελλαδικής (ΥΕ) ΙΙΙ Α2 φάσης, είναι ένα διμερές κτίσμα που θεωρήθηκε φυλακείο γιατί στο εσωτερικό του βρέθηκαν χάλκινα όπλα. Το κύριο συγκρότημα όμως ανάγεται στους ΥΕ ΙΙΙ Β χρόνους. Ένα τμήμα του, σε μήκος 35

Λεπτομέρεια σχεδιαστικής αναπαράστασης της οροφής από το πλευρικό δωμάτιο του θολωτού τάφου.
μέτρων, με τέσσερις χώρους, ανασκάφηκε κοντά στα κελιά της μονής και περιλάμβανε τη μεγάλη κυκλική εστία του ανακτόρου και σπαράγματα τοιχογραφιών. Άλλο τμήμα, κοντά στον πυλώνα της μονής, έχει ισχυρότατα θεμέλια πάχους 2 μέτρων, αλλά στενούς εσωτερικούς διαχωριστικούς τοίχους. Οι τοιχογραφίες του ανακτόρου με τον ρεαλισμό που αποπνέουν, ανήκουν στα καλύτερα παραδείγματα της ανακτορικής ζωγραφικής (μεγαλογραφικής και μικρογραφικής) τέχνης των μυκηναϊκών χρόνων.

Της ίδιας εποχής θεωρείται ο θολωτός τάφος του Μινύα, που περιλαμβάνεται στους μεγαλύτερους και καλύτερα κτισμένους θολωτούς τάφους της ύστερης μυκηναϊκής εποχής. Ο τάφος ήταν τελείως συλημένος με μεταλλικό διάκοσμο στη θόλο και πλευρικό δωμάτιο που είχε στέγη τρεις μεγάλες πλάκες από λεπτόκοκκο πρασινωπό ασβεστόλιθο και διάκοσμο σπείρες, λωτούς και ρόδακες. Το παχύ στρώμα τέφρας που βρέθηκε στο δωμάτιο πιθανόν προέρχεται από μεταγενέστερη χρήση του τάφου.

Κατά τους Ελληνικούς χρόνους ο τάφος είχε διατηρηθεί αλώβητος και στο εσωτερικό του είχε κτιστεί ηρώο σε σχήμα Π με μαρμάρινους ανδριάντες. Ο τάφος ταυτίζεται με το θησαυρό του Μινύα που αναφέρει ο Παυσανίας.

Ο τύμβος που ανασκάφηκε από τον Γ. Σωτηριάδη πιθανόν να ανήκει στους υστερομυκηναϊκούς χρόνους, ενώ το σύγχρονο νεκροταφείο ανακαλύφθηκε Α και ΒΔ του θολωτού τάφου.

Κεραμική

Τα κινητά ευρήματα από τον μυκηναϊκό Ορχομενό είναι περιορισμένα. Σ' αυτά ανήκει ο ενεπίγραφος (με σημεία της γραμμικής Β μυκηναϊκής γραφής) ψευδόστομος αμφορέας που βρέθηκε στον Ορχομενό. Η περιοχή κατοικήθηκε συνέχεια στη μεταμυκηναϊκή εποχή όπως διαπιστώθηκε από πρωτογεωμετρική κεραμική που είχε και αττική επίδραση. Από τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙ Β φάσης προέρχεται και ο θησαυρός 100 χάλκινων αντικειμένων που περιλαμβάνει εργαλεία, όπλα και αντικείμενα προσωπικής χρήσης.

Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους ο Ορχομενός ακμάζει, όπως συνάγεται και από τα αγάλματα και από τις βάσεις των κούρων που βρέθηκαν και από τα λείψανα του αρχαϊκού ναού του Διονύσου και από το ανάγλυφο του Αλξήνορος του Νάξιου (490 π.Χ.) που βρέθηκε στην Πετρομαγούλα. Δυστυχώς όμως, παρ' όλη την ανάπτυξη που σημειώθηκε, ο κλασικός Ορχομενός καταστράφηκε από τα βυζαντινά κτίσματα που έφταναν σε μεγάλο βάθος. Διαπιστώθηκε πάντως ότι η κλασική πόλη επεκτάθηκε στον Υφάντειο λόφο περισσότερο και από τη μυκηναϊκή.

Από την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή ελάχιστα κατάλοιπα είναι γνωστά.

Μαρμάρινο ανθέμιο
από επιτύμβια στήλη,
του 4ου αιώνα π.Χ..

Αρχιτεκτονική

Tα κτίσματα που συνθέτουν την αρχαϊκή πόλη του Ορχομενού έχουν οργανωθεί πάνω σε παλαιότερες νεκροπόλεις και σ' αυτά περιλαμβάνεται ένα μεγαροειδές (6Χ15,5 μέτρα) και ένας μικρός ναός και ιερό του Ασκληπιού.

Ο ναός του Ασκληπιού ανασκάφηκε από τον A. de Ridder (1893) αλλά αναγνωρίστηκε από τον W. Dorpfeld σαν ασκληπιείο διαστάσεων 11,5Χ22 μέτρα με 6Χ11 κίονες δωρικού ρυθμού. Το αρχικό κτίσμα ανήκει στον 6ο-5ο π.Χ. αιώνα και ανακαινίστηκε αργότερα.

Το θέατρο-ωδείο, που ανασκάφηκε το 1972 από τον Θ. Σπυρόπουλο, κτίστηκε στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους.

Κεραμική

Νότια της Σκριπούς βρέθηκε τάφος με πρωτοκορινθιακά αγγεία. Γενικά δε με το σημαντικό αριθμό των εισηγμένων από άλλες περιοχές αγγείων που βρέθηκαν, αποδεικνύεται η οικονομική άνθηση του Ορχομενού αυτή την περίοδο.

Το τρόπαιο του Σύλλα

Ένας αγρότης που όργωνε ένα χωράφι βαμβακιού στη θέση "Κυδωνιά" μεταξύ Ορχομενού και Πύργου, αποκάλυψε το πέτρινο μνημείο που δείχνει το σημείο όπου ο Ρωμαϊκός στρατός σταμάτησε μια μεγάλη επίθεση πάνω από 2000 χρόνια πριν, είπε ο αρχαιολόγος Βασίλης Αραβαντινός.

Είναι η τοποθεσία μιας από τις μεγαλύτερες μάχες στην Ελληνική αλλά και στην Ρωμαϊκή ιστορία ... όπου ένας τεράστιος στρατός από τα ανατολικά μαζεύτηκε εναντίον της Ρώμης
Ο αρχαιολόγος Β. Αραβαντινός, στα αριστερά,
πάνω στα απομεινάρια του Ρωμαϊκού μνημείου
την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου του 2004 (AP Photo/Thanassis Stavrakis).

είπε ο κ. Αραβαντινός. Υπεύθυνη της ανασκαφής είναι η αρχαιολόγος Δρ. Έλενα Κουντούρη.

Το 87 π.Χ. ανακηρύσσεται αρχιστράτηγος των Ρωμαίων ο Σύλλας. Ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης, φανατικός εχθρός της Ρώμης, στέλνει εναντίον του Σύλλα τον στρατηγό του Αρχέλαο. Οι δυο στρατοί συγκρούονται κάτω από τα τείχη του Ορχομενού στον ποταμό Κηφισσό, στη θέση που σήμερα ονομάζεται Νταμάρια. Η μάχη καταλήγει με ήττα του Αρχέλαου και επακολουθεί σκληρή τιμωρία του Ορχομενού. Ο Σύλλας τον απογυμνώνει από κάθε πολύτιμο αντικείμενο. Μεταξύ των άλλων κλέβει και το "θέας μάλιστα άξιον" άγαλμα του Διόνυσου που είχε κατασκευάσει ο μεγάλος Βοιωτός αγαλματοποιός Μύρωνας κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα.

Τον επόμενο χρόνο, το 86 π.Χ., ο Αρχέλαος δίνει και δεύτερη μάχη κατά του Σύλλα και πάλι στον Ορχομενό αλλά οι Ρωμαίοι είναι οι νικητές και πάλι. Αυτή η δεύτερη μάχη όμως ήταν ιδιαίτερα φονική και σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δύο παρατάξεις. Ο Πλούταρχος, 200 χρόνια αργότερα, γράφει ότι και τότε ακόμα έβρισκαν χωμένα στα βαλτονέρια της Κωπαΐδας τόξα, κράνη, μαχαίρια και άλλα συντρίμματα όπλων από τη φοβερή μάχη.

Σχέδιο του τροπαίου.

Η δύναμη των 15.000 του Σύλλα αντιμετώπισε τα ογκώδη στρατεύματα του βασιλιά Μιθριδάτη του Πόντου, του οποίου οι δυνάμεις υπερέβαιναν τις 100.000. Είναι μια από τις σπάνιες φορές που τα αρχαία κείμενα συναντούν την αρχαιολογία. Για τη Ρώμη αυτή η μάχη σήμαινε σωτηρία και για την Ελλάδα η επίπτωση ήταν μεγάλη επειδή ο Σύλλας τιμώρησε βάναυσα τις πόλεις που πήραν το μέρος του εχθρού του.

Σε ανάμνηση αυτής της νίκης ο Σύλλας ανέγειρε μνημείο που μέχρι τώρα η θέση του αποτελούσε μυστήριο. Το τρόπαιο αντιγράφει τους κορμούς δέντρων που συνήθιζαν να στήνουν οι νικητές στο πεδίο της μάχης και να αναρτούν τον οπλισμό των ηττημένων. Σώζει τον κορμό, τις κνημίδες και το κάτω τμήμα της πανοπλίας πολεμιστή και είχε στηθεί σε λίθινο βαθμιδωτό βάθρο, το οποίο κοσμούσαν πλάκες με ανάγλυφες παραστάσεις. Σε μια πρώτη ανάγνωση της επιγραφής, που ήρθε στο φως, αναγνωρίζονται τα ονόματα του Σύλλα και του Μιθριδάτη, γεγονός που επιβεβαιώνει την ασφαλή ταύτιση του μνημείου. Το σύνολο των αρχιτεκτονικών μελών που συνιστούσαν το τετράγωνο βάθρο του τροπαίου βρέθηκε εν μέρει διασκορπισμένο στον περιβάλλοντα χώρο. Το συνολικό ύψος του μνημείου εκτιμάται ότι ξεπερνούσε τα 6 μ.

Αγροτικό ιερό Χαρίτων

Κατά τα έτη 2006-2009 ανασκάφηκε μικρό αγροτικό ιερό δυτικά του Ορχομενού, σε ειδυλλιακή θέση της νοτιοανατολικής κλιτύος του όρους Ακοντίου, κοντά στην αριστερή όχθη του βοιωτικού Κηφισού. Πρόκειται για αμάρτυρο ιερό, εγκαταλελειμμένο ήδη πριν από την περιήγηση του Παυσανία. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα περιορίζονται σε αναλήμματα, υπαίθριο κτιστό περίβολο και στοά, καθώς και έναν αποθέτη λαξευμένο στο φυσικό βράχο.

Η θέση είχε εντοπιστεί το 1957 κατά την κατασκευή αγωγού άρδευσης και τότε είχαν καταστραφεί ορισμένοι τοίχοι του ιερού. Πρώτη δοκιμαστική έρευνα έγινε το 1997 από την αρχαιολόγο Αν. Γκαδόλου με διάνοιξη τομών, από τις οποίες περισυνελλέγησαν αρκετά μικροευρήματα.

Κατά την πρόσφατη ανασκαφική έρευνα αποκαλύφθηκε κτιστός περίβολος, στοά, οικοδομικά κατάλοιπα, μικρός κυκλικός κλίβανος, από τον οποίο διατηρούνται ο θάλαμος καύσης και το στόμιο πυροδότησης, καθώς και κιβωτιόσχημοι τάφοι.

Ο χώρος λατρείας απέδωσε πλήθος αγγείων και πήλινων αφιερωμάτων, όπως ειδώλια, προτομές, πλοχμούς, στεφάνια, μικκύλα αγγεία (κοτύλες, υδρίες), κέρνους, λύχνους, επιγραφές και κατάλοιπα κατασκευών που χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 3ο αι. π.Χ. Τα παλαιότερα ευρήματα είναι πλακοειδή ειδώλια "δαιδαλικού ρυθμού", σανιδόμορφα ειδώλια, ένθρονες και ιστάμενες γυναικείες μορφές του τύπου της πεπλοφόρου και υδριαφόρου, ειδώλια θεοτήτων, ανδρικές μορφές, καθιστά παιδιά με πίλους, προτομές διαφόρων μεγεθών, ζωόμορφα ομοιώματα χοιριδίων και ίππων και ομοιώματα καρπών.

Στα ευρήματα περιλαμβάνεται και μια ομάδα ειδικών αναθημάτων τα οποία σπάνια απαντούν σε ιερά ή τάφους. Πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό πήλινων στεφανιών, κατασκευασμένων από ράβδους πηλού, σε σχήμα μονού ή διπλού κύκλου ή πλεξούδας, με ή χωρίς ηράκλειον άμμα, ενίοτε μονό και άλλοτε διπλό, διακοσμημένων με στάχυα, κυκλικές απλίκες, σφραγιστά άνθη και ρόδακες διαφόρων τύπων.

Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της έρευνας, πιθανόν να λατρεύονταν σε αυτό οι θεσμοφόρες θεότητες Δήμητρα, Κόρη και Παις, μαζί με τις Χάριτες, επίσημη λατρεία του Ορχομενού. Βρέθηκε μία αγνύθα (πήλινο υφαντικό βάρος) η οποία αναγράφει "Ευρυνόμη" (η μητέρα των Χαρίτων κατά τη Θεογονία του Ησιόδου).

Σε κοντινή απόσταση άρχισε επίσης να αποκαλύπτεται αρχαίο νεκροταφείο με συλημένους και κατεστραμμένους κιβωτιόσχημους τάφους. Το νεκροταφείο αυτό πρέπει να εγκαταστάθηκε όταν είχε ατονίσει πια η λατρεία του ιερού (κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο), αφού διαπιστώθηκε ότι ξαναχρησιμοποιήθηκε ενεπίγραφη στήλη με λατρευτικό περιεχόμενο για την κατασκευή ενός τάφου. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι «η ανασκαφική έρευνα, που βρίσκεται σε εξέλιξη, θα συμπληρώσει τις γνώσεις μας για τις φημισμένες λατρείες του αρχαίου Ορχομενού».

Η εν λόγω ανασκαφή αποτέλεσε μια από τις ανακοινώσεις που έγιναν κατά το 6ο Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών (10-12 Σεπτεμβρίου 2010) στη Λιβαδειά από τον ίδιο τον Προϊστάμενο της Θ` ΕΠΚΑ κ. Βασίλειο Αραβαντινό, την Μαργαρίτα Μπονάνο Αραβαντινού, την Ιωάννα Μωραΐτου, την Κυριακή Καλλιγά και την Marcella Pisani με τίτλο «Συντήρηση των πήλινων αναθημάτων ενός αγροτικού ιερού του Ορχομενού».