Η πόλη των Μινυών

Εστία μύθου, ιστορίας και πολιτισμού υπήρξε ο Ορχομενός. Τυλιγμένος με τους ωραιότερους μύθους και πολύχρυσος, όπως και οι Μυκήνες, διέγραψε φωτεινή τροχιά στα προϊστορικά και τα πρώτα ιστορικά χρόνια της Ελλάδας, που μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα αρχαία κείμενα, αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Χτισμένος αρχικά στην πεδιάδα στο βορειοδυτικό άκρο της Κωπαΐδας, μεταφέρθηκε αργότερα, για τον κίνδυνο από πλημμύρες, στα ριζά και στα πλάγια του Υφάντειου λόφου, οπως ονομάζεται η ανατολική άκρη του βουνού Ακόντιο. Από τη νεολιθική εποχή και την εποχή του χαλκού, πολύ πριν δηλαδή από τον Τρωϊκό πόλεμο, αποτελούσε μια από τις πλουσιότερες, πολυανθρωπότερες και ισχυρότερες πόλεις της Ελλάδας χάρη στην "πολύνερη και εύφορη" γη της, στην καλή της οχύρωση και στη γεωγραφική της θέση. Βρισκόταν πάνω στο δρόμο της Κρίσας, των Δελφών και της Αυλίδας, απ' όπου διεξαγόταν τότε, το διαμετακομιστικό εμπόριο της κεντρικής Ελλάδας, γι' αυτό και εξελίχτηκε σε πόλη πολιτισμού, πλούτου και χλιδής.

Στην πόλη του Ορχομενού υπήρχαν ναοί των Τριών Χαρίτων, του Διονύσου, του Δία, του Ηρακλή, του Απόλλωνα, του Ασκληπιού και της Αφροδίτης της Αργυννίδος. Εκτός από τον θολωτό τάφο του Μινύα, έδειχναν επίσης με καμάρι οι Ορχομένιοι τους τάφους του Ησίοδου, του Ακταίωνα και του Ασκάλαφου και Ιάλμενου (αρχηγοί των Ορχομενίων στον Τρωϊκό πόλεμο).

Η "αυτοκρατορία" του προϊστορικού Ορχομενού

Το προϊστορικό κράτος του Ορχομενού, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη, κατείχε αρχικά τις γειτονικές του πόλεις: Τεγύρα, Ασπληδόνα, Άλμωνες, Ύηττο, Κύρτωνες, Κορσεία, Αλές και Λάρυμνα αλλά κατά καιρούς κυριάρχησε και στη Χαιρώνεια, στη Λιβαδειά, στην Κορώνεια, στην Αλίαρτο, στη Θήβα και σ' όλη τη Βοιωτία κι ακόμα μέχρι τα νοτιοανατολικά της Θεσσαλίας με κέντρο εκεί την Ιωλκό.

Η κυριαρχία του Ορχομενού απλώθηκε και στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου όπου, κατά τον Παυσανία, ο βασιλιάς της Πύλου Νηλεύς πήρε γυναίκα την Ορχομένια Χλώρι, κόρη του Αμφίονος του Ιασίου, μητέρα του Νέστορα του ξακουστού για τη σύνεση και την ευγλωττία του, ήρωα του Τρωϊκού πολέμου. Από τα αρχεία των Χετταίων, ενός λαού που κυριάρχησε στην Ασία για τρεις αιώνες, και τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1906-1912 στο Βογάζ-Κιόϊ της Καπαδοκίας από γερμανική αρχαιολογική αποστολή, επιβεβαιώθηκε το ότι: ο Ορχομενός είχε γεμίσει με αποικίες τα νότια παράλια του Αιγαίου και της Μ. Ασίας από τον 14ο π.Χ. αιώνα.

Η μεγαλύτερη προϊστορική ναυτική δύναμη

Πιστεύεται ότι ο Ορχομενός υπήρξε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της κεντρικής Ελλάδας από το 2000 π.Χ. μέχρι το 1200 π.Χ. με απόγειο της ακμής του στα 1400 π.Χ., και ότι αυτός υπήρξε ο ιδρυτής της πιο αρχαίας ναυτικής συμπολιτείας της Καλαβρίας (του Πόρου) στην οποία συμμετείχαν: η Επίδαυρος, η Ερμιόνη, η Αίγινα, η Αθήνα, οι Πρασιές, η Ναυπλία και η Καλαβρία.

Η συμμετοχή του Ορχομενού σ' αυτή τη ναυτική συμπολιτεία βεβαιώνει ότι η ακτινοβολία του έφτανε κι ως τον Ελλήσποντο και τη Μαύρη Θάλασσα, κι αυτό γιατί οι μύθοι του Φρίξου και της Έλλης όπως και της Αργοναυτικής εκστρατείας αποτελούν απόηχο των "αναμφισβήτητων ναυτικών επιχειρήσεων των Μινυών του Ορχομενού" κατά τον ιστορικό μας Παπαρρηγόπουλο.

Ο χαρακτήρας του Μινυακού πολιτισμού

Από την άποψη πολιτισμού ο χαρακτήρας του Μινυακού πολιτισμού θεωρείται κρητομυκηναϊκός και ένας από τους πιο πρωτοποριακούς της Ευρώπης. Εκτός από τη συγγένεια των ονομάτων (Μινύας - Μίνωας) αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν στενή συνάφεια Ορχομενου και Κνωσσού. Βρέθηκαν και στον Ορχομενό συμβολικές κεφαλές και γλυπτές παραστάσεις ταύρων όπως στην Κνωσσό.

Η είσοδος του θολωτού τάφου του Μινύα εξάλλου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την πύλη των Λεόντων των Μυκηνών.

Προϊστορική Εποχή

Η καταγωγή των Μινυών


Ο Όμηρος τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, ονομάζει τον Ορχομενό Μινύειον, για να τον ξεχωρίσει από τον Ορχομενό της Αρκαδίας. Οι Μινύες, αρχαιότατος λαός της ηπειρωτικής Ελλάδας καθαρώς ελληνικής φυλής, άκμασαν μετά τους Λέλεγες και πριν από τους Μυκηναίους. Η προέλευσή τους είναι αβέβαιη. Υπάρχουν πολλές εκδοχές, ορισμένες εντελώς διαφορετικές. Αυτό μάλλον οφείλεται στην αρχαιότητα της φυλής, γεγονός που κάνει να χάνονται τα ίχνη των Μινυών μέσα στους θρύλους και μύθους της αρχαίας Ελλάδας. Για την καταγωγή των Μινυών έχουν διατυπωθεί οι παρακάτω απόψεις: Ότι η καταγωγή τους ήταν από την Ιωλκό, απ' όπου τους έδιωξαν οι Φλεγύες. Ότι ήρθαν από την Κρήτη. Ότι ήρθαν από την Καρία της Μ. Ασίας. Ότι ήταν αυτόχθονες που αποίκησαν την Ιωλκό, όπως πιστεύει ο Στράβωνας. Ότι ήρθαν από τη Λήμνο απ' όπου τους έδιωξαν οι Πελασγοί κι εγκαταστάθηκαν στον Ταύγετο κι ύστερα στη Λακεδαίμονα την οποία θεωρούσαν γη των προγόνων τους, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο που όμως τους θεωρεί κι αυτός προγόνους των Αργοναυτών. Ότι ήρθαν από την Αίγυπτο στο τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδας, όπως υποστηρίζει ο γερμανός αρχαιολόγος Κ. Ο. Μύλερ και άλλοι (Βοίκιος, Κρούσιος), και τη γνώμη τους παραδέχονται και νεότεροι ερευνητές (Θ. Σπυρόπουλος).

Ο χαρακτήρας της φυλής

Οι Μινύες, από τη γενιά των Αχαιών, ήταν λαός έξυπνος, ανήσυχος, τολμηρός και ποντοπόρος. Κατόρθωσαν με την τεχνική τους κατάρτιση να κατασκευάσουν έργα θαυμαστά. Στην Ιωλκό ναυπήγησαν την Αργώ και στη Βοιωτία μεταξύ των άλλων σπουδαίων έργων, αποξήραναν την Κωπαίδα, έργο απίστευτο για τα τεχνικά μέσα και τις γνώσεις της εποχής που έγινε. Ήταν πάντοτε ειρηνιστές και πίστευαν ότι μπορούσαν να κατακτήσουν και να κυριαρχήσουν με ειρηνικό τρόπο. Την αξία των ανθρώπων τη μετρούσαν με την ικανότητά τους στις τέχνες και τον πολιτισμό και όχι με τα πολεμικά τους κατωρθώματα. Όποτε όμως χρειάστηκε να πολεμήσουν και να υπερασπιστούν τα ιδεώδη που πίστευαν, το έπραξαν με γενναιότητα και με πίστη στη νίκη τους. Εξάλλου αυτό το απόδειξε η ιστορία τους. Η εξάπλωση των Μινυών στηρίχτηκε στον πολιτισμό τους, στην ικανότητά τους να οργανώνουν κοινωνικά τις ανθρώπινες ομάδες σε σύνολο με κοινή συνείδηση και στόχους που θα ωφελούσαν όλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διαδοχή των βασιλιάδων του Ορχομενού δεν υπήρξαν βιαιοπραγίες και σφετερισμοί, παρόλο που δεν ήταν πάντοτε μεταβίβαση της εξουσίας από πατέρα σε γιο.

Η ακμή των Μινυών

Οι Μινύες απόκτησαν τόση δύναμη στην ξηρά και στη θάλασσα, ώστε η πρωτεύουσά τους Ορχομενός συναγωνιζόταν στα πλούτη τις Μυκήνες, το Άργος, την Πύλο και τις Θήβες της Αιγύπτου.

Ούτε όσα πλούτη πηγαίνουν στον Ορχομενό, ούτε όσα στις Θήβες της Αγύπτου κι αν μούδινε, δεν θα μαλάκωνε την καρδιά μου
λέει στην Ιλιάδα ο θυμωμένος Αχιλλέας, για τα δώρα του Αγαμέμνονα, που του έστειλε για να τον εξευμενίσει, μετά τη λογομαχία τους για τη Βρισηίδα. Οι Μινύες κυριαρχούν από το 2800 π.Χ. μέχρι το 1200 π.Χ. περίπου, με απόγειο της ακμής τους γύρω στα 1400 π.Χ. Κατά καιρούς επικράτησαν σε όλη τη Βοιωτία, είχαν δεσμούς με όλα τα μεγάλα βασίλεια της εποχής τους, συμμετείχαν και ίσως ίδρυσαν την πιο αρχαία ναυτική συμπολιτεία, και είναι πλέον ιστορική αλήθεια οι ναυτικές τους επιχειρήσεις στον Ελλήσποντο και στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και οι αποικίες τους στη Μ. Ασία. Την αίγλη και τους θησαυρούς τους οι Μινύες τους χρωστούσαν στην επιμελημένη καλλιέργεια της Κωπαΐδικής γης και στο εκτεταμένο χερσαίο και θαλάσσιο εμπόριο και στην αποικιακή τους εξάπλωση, που πέτυχαν με προχωρημένη ναυτική βάση την γυναικοκρατούμενη Λήμνο. Η φυλή αυτή των ικανότατων τεχνικών και θαλασσοπόρων εξαφανίστηκε μετά την εγκατάσταση στην περιοχή των Βοιωτών.

Η Λίμνη

Η λίμνη της Κωπαΐδας, κατά τον Στράβωνα, είχε μήκος 24 χιλιόμετρα, πλάτος 13 και κάλυπτε 380 στάδια περίπου, δηλαδή 70 περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα. Οι δυτικές της όχθες άρχιζαν από τον Ορχομενό και το σημερινό χωριό Άγιο Δημήτρη και οι ανατολικές της έφταναν στα απότομα βράχια του Πτώου και Φίκιου, Φαγιά και Σφιγγίου, του βουνού της Σφίγγας, όπου τα πλεονάζοντα νερά της χύνονταν κι εξαφανίζονταν σε 23 διάτρητες σπηλιές (καταβόθρες). Τη λίμνη, ή πιο σωστά το θανατηφόρο έλος, τη σχημάτιζαν τα νερά των τριγύρω βουνών και των ποταμών Κηφισσού και Μέλανα με τους παραποτάμους και χειμάρρους των. Από τον Όμηρο ονομαζόταν Κηφησίς, από τον Στέφανο Λευκωνίς και από άλλους Αλιαρτίς, Ογχηστίς, Ελευσίς, Ακραιφνίς, Ορχομενία και γενικά με το όνομα που είχαν οι παρακείμενες πόλεις. Τελικά επικράτησε το όνομα Κωπαΐς, από την προϊστορική πόλη Κώπες, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Κάστρο, γιατί εκεί ήταν το βαθύτερο σημείο της λίμνης και δεν ξηραινόταν τα καλοκαίρια όπως συνέβαινε σε άλλα σημεία. Η λίμνη ήταν ονομαστή στην αρχαιότητα για τα εξαιρετικά αυλικά καλάμια που φύτρωναν στις όχθες της, για τα σχοίνα με τα οποία έφτιαχναν τα "αλιάρτια σχοινιά", μα προπαντός για τα ψάρια της και τα νοστιμότατα χέλια.

Οι Διώρυγες

Αποστραγγιστική διώρυγα (εφημερίδα ΕΣΠΕΡΟΣ 1886).

Σε πολλά αρχαία κείμενα αναφέρεται ότι η Κωπαΐδα πριν γίνει λίμνη, ήταν εύφορη πεδιάδα. Όπως εξιστορεί ο Στράβωνας, οι θρυλικοί Μινύες, πριν από 3500 χρόνια περίπου είχαν αποξηράνει την Κωπαΐδα. Έργο θαυμαστό και κολοσσιαίο, τόσο για την τολμηρή σύλληψή του, όσο και για τη δύσκολη εκτέλεση του και ειδικά αν αναλογιστούμε τα πενιχρά τεχνικά μέσα που διέθεταν. Πρέπει να τονιστεί ότι τα υδραυλικά αυτά έργα των Μινυών ήταν τα αρχαιότερα της Ευρώπης. Με τρεις γιγάντιες διώρυγες, μέσου πλάτους 40-60 μέτρα και ύψος ανάλογο με την επιφάνεια της λίμνης, που συνδέονταν μεταξύ τους, έπαιρναν τα νερά των γύρω ποταμών από τα στόμιά τους και τα διοχέτευαν στα υπόγεια χάσματα της ακρολιμνιάς (φυσικές καταβόθρες). Η βόρεια διώρυγα, που ήταν και η μεγαλύτερη και είχε μήκος 9 χιλιόμετρα περίπου, έπαιρνε τα νερά του Κηφισσού και του Μέλανα και περνώντας από το Στροβίκι, το Κάστρο και το Αθαμάντιο πεδίο, έριχνε τα νερά στις ανατολικές καταβόθρες της Μπίνιας και της Μεγάλης που είναι στο Νέο κόκκινο κάτω απ' το εκκλησάκι του Άι Γιάννη. Η δεύτερη διώρυγα έπαιρνε τα νερά της Έρκυνας στη Ράχη, περνούσε το χωριό Μαυρόγεια και διέσχιζε την κεντρική Κωπαΐδα ώσπου συναντούσε την τρίτη διώρυγα. Η τρίτη τέλος διώρυγα ξεκινούσε νότια από τις Αλαλκομενές, έπαιρνε τα νερά του Κοράλιου της Κορώνειας, του Λόφιδος της Αλιάρτου και των άλλων χειμάρρων του Ελικώνα, περνούσε το Αθαμάντιο πεδίο κοντά στη νησίδα του Γλα και χυνόταν στην πρώτη διώρυγα που τη συναντούσε στον κόλπο των Πεταλιών (Κάστρο).

Η Τεχνητή Καταβόθρα

Τμήμα της στοάς της τεχνητής καταβόθρας, σκαμμένο σε συμπαγή βράχο. Αξιοσημείωτη η τριγωνική διάνοιξη της οροφής για να "ανακουφίζεται" από το βάρος του υπερκείμενου εδάφους.

Τμήμα της στοάς της τεχνητής καταβόθρας, σκαμμένο σε συμπαγή βράχο. Αξιοσημείωτη η τριγωνική διάνοιξη της οροφής για να "ανακουφίζεται" από το βάρος του υπερκείμενου εδάφους. Αν όλα αυτά είναι εντυπωσιακά για την εποχή που έγιναν, τότε η συνέχεια του έργου που σκέφτηκαν και υλοποίησαν οι Μινύες είναι εκπληκτική. Επειδή οι φυσικές σπηλιές - καταβόθρες δεν επαρκούσαν για την απορροή των νερών, και ειδικά το χειμώνα, το γιγάντιο αποστραγγιστικό έργο συμπληρώθηκε με μια τεχνητή υπόγεια σήραγγα, που άρχιζε από τη θέση Κεφαλάρι και προχωρώντας σε μήκος 2200 περίπου μέτρων κάτω από τη συνοχή Χλωμού και Πτώου, όπου περνούσε και περνά και τώρα ο δρόμος, έφτανε στην παραθαλάσσια του Ευβοϊκού Λάρυμνα. Έργο πραγματικά τιτάνιο αν σκεφτούμε ότι στην καλύτερη περίπτωση τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν ήταν χάλκινα, μέταλλο ιδιαίτερα μαλακό και επομένως ακατάλληλο για το κόψιμο του σκληρού βράχου. Κι όμως όχι μόνο άνοιξαν σήραγγα μήκους 2200 μέτρων σε συμπαγή βράχο, αλλά έσκαψαν ενδιάμεσα και 16 κατακόρυφα πηγάδια, σε απόσταση 100-200 μέτρα το ένα από το άλλο, τα οποία χρησίμευαν για τη συντήρηση και τον καθαρισμό της υπόγειας σήραγγας. Ήταν τέτοια δε η ποιότητα της κατασκευής της, που λειτουργούσε μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Δηλαδή πάνω από 2000-2500 χρόνια.

Σύγχρονη εξερεύνηση

Μόλις το 2000 μ.Χ. η τεχνητή αυτή καταβόθρα ανακαλύφτηκε και ένα μέρος της εξερευνήθηκε από τον Νίκο Λελούδα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Φωτογραφίες από την εξερεύνηση αυτή βλέπετε δίπλα (δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό ΓΕΩ στο τεύχος 34 το Δεκέμβριο του 2000). Από τα 16 πηγάδια σήμερα σώζονται σε όλο τους το βάθος (15-30 μέτρα) μόνο τέσσερα. Κατεβαίνοντας από τα πηγάδια αυτά ο Νίκος Λελούδας κατάφερε να εξερευνήσει ενδιάμεσα ανέπαφα τμήματα της σήραγγας γιατί η αρχική στοά έχει φραχτεί από κατακρημνίσεις που οφείλονται είτε σε φυσικά αίτια (σεισμοί), είτε στην ανθρώπινη δραστηριότητα (πάνω ακριβώς από την αρχαία σήραγγα η εταιρεία ΛΑΡΚΟ λόγω των μεταλλευτικών έργων της κάνει χρήση και των ανάλογων εκρηκτικών). Για να πάρουμε μια ιδέα της τεχνολογίας και των γνώσεων των Μινυών, αρκεί να σκεφτούμε πως μετά την προϊστορική αποξήρανση της Κωπαΐδας, η επόμενη επιτυχημένη προσπάθεια άρχισε το 1834 και ολοκληρώθηκε το 1931. Κατά την ιστορική περίοδο επεχείρησε και ο Μεγάλος Αλέξανδρος, με τον Χαλκιδαίο μηχανικό Κράτη, να αποξηράνει χωρίς επιτυχία τη λίμνη, όπως αργότερα και οι Ρωμαίοι.

Αποτέλεσμα της αποξήρανσης

Η αποξήρανση πάντως της λίμνης έφερε πλούτο και πρόοδο σε 66 οικισμούς γύρω από αυτήν. Η συστηματική καλλιέργεια του εύφορου κάμπου της Κωπαΐδας έφερε στους Μινύες του Ορχομενού πλούτο, στρατιωτική ισχύ, μεγάλο τμήμα του αρχαίου κόσμου κάτω από την κυριαρχία τους και άνθιση του πολιτισμού. Μπόρεσαν να οραματιστούν και να μετατρέψουν τα θανατηφόρα έλη, λόγω ελονοσίας, σε καρποφόρα γη και αυτό τους έφερε σε θέση να αξιοποιήσουν και τη ναυτική τους ικανότητα, να ξανοιχτούν στις θάλασσες και να φέρουν τον Ελληνικό πολιτισμό στον Ελλήσποντο, στη Μαύρη Θάλασσα και στα παράλια της Μ. Ασίας.

Η επικράτηση των Αρναίων Βοιωτών και το τέλος των Μινυών

Μετά τον Τρωϊκό πόλεμο, σ' ολόκληρη την Ελλάδα επακολουθεί γενική αναστάτωση λόγω μετακινήσεων ή επιδρομών λαών που προέρχονται από το βορρά. Την αναστάτωση αυτή δοκιμάζει και ο Ορχομενός. Εξήντα χρόνια μετά τον Τρωϊκό πόλεμο και είκοσι χρόνια πριν την κάθοδο των Δωριέων, διωγμένοι από την Άρνη της Θεσσαλίας επιδρομείς με αρχηγό τον βασιλιά τους Όφελτον, εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Άρνη της Βοιωτίας (Γλα), κι ύστερα στον Ορχομενό, όπως μας ιστορεί ο Θουκυδίδης. Οι νεόφερτοι ισχυρίζονται ότι είναι Βοιωτοί που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλία πολλά χρόνια πριν. Κι αυτό μπορεί να ήταν αληθινό, αλλά τους έλειπαν τα χαρακτηριστικά των Αθαμαντίδων ή των Μινυών. Οι επιδρομείς από τη Θεσσαλία ήταν επιθετικοί, άγριοι, άρπαζαν, σκότωναν, έκαιγαν και τελικά επιβλήθηκαν με τη βία. Οι Μινύες έχουν ήδη αρχίσει να παρακμάζουν κι έτσι οι Αρναίοι Βοιωτοί (της Θεσσαλίας), επικράτησαν και άλλαξαν τον εθνολογικό χαρακτήρα των παλιών κατοίκων. Πολλοί από τους παλιούς κατοίκους έφυγαν για την Ασία και το νησί Θήρα, ενώ άλλοι παρέμειναν και δέχτηκαν το νέο καθεστώς. Μεταξύ αυτών που παρέμειναν ήταν και οι απόγονοι του Αθάμαντα, οι ευγενείς, οι λεγόμενοι Αθαμαντίδες, που ανέλαβαν την επιμέλεια των θρησκευτικών εθίμων και παραδόσεων, που και οι κατακτητές Βοιωτοί αναγνώρισαν. Οι Αρναίοι Βοιωτοί εκτιμούσαν και σέβονταν τους Ορχομένιους, γιατί ήταν σοφοί όπως έλεγαν, και προσπάθησαν να ξεχάσουν τη Θεσσαλική καταγωγή τους και να εξελιχθούν και να αφομοιωθούν με τους αριστοκρατικούς Ορχομένιους. Οι Μινύες του Ορχομενού και οι Καδμείοι των Θηβών εξαφανίστηκαν κι επέζησαν μόνο στους θρύλους. Η περιοχή πλέον ονομάζεται οριστικά Βοιωτία και ο Ορχομενός δεν αποκαλείται πλέον Μινύειος αλλά Βοιώτιος Ορχομενός. Το όνομα Βοιωτία χρονολογείται από τον 12ο αιώνα π.Χ. και κατά τον Παυσανία οφείλεται στον Βοιωτό, γιο του Ιτώνου και της Μελανίππης. Σύμφωνα όμως με τον Ησύχιο η ονομασία προέρχεται από τη λέξη βους γιατί στην περιοχή έτρεφαν πολλά βόδια.
Ανδρεύς (1400-1350 π.Χ.)

Πρώτος οικιστής και βασιλιάς του Ορχομενού, γιός του ποταμού Πηνειού. Από αυτόν ο τόπος ονομάστηκε Ανδρηίς και θεωρήθηκε ο Ορχομενός Θεσσαλοαιολική αποικία. Δυτικά των Τεμπών υπάρχουν τα χαρακτηριστικά τοπωνύμια, Μινύας, Ορχομενός και Αλμωνία. Επικρατέστερη άποψη σήμερα είναι ακριβώς το αντίθετο. Οι Μινύες του Ορχομενού, σπουδαίοι θαλασσοπόροι και αποικιστές, ίδρυσαν στη Θεσσαλία αποικίες. Μία από αυτές ήταν και η Ιωλκός απ' όπου ξεκίνησαν οι Αργοναύτες. Στον Ανδρέα ήρθε, διωγμένος από τη Μαγνησία, ο γιός του Αιόλου Αθάμας. Στον Αθάμα ο Ανδρεύς του παρεχώρησε την περιοχή γύρω από το Λαφύστιο, την Αλίαρτο και Κορώνεια, η οποία περιοχή ονομάστηκε Αθαμαντία. Ο Ανδρεύς πήρε για γυναίκα του την κόρη του Λεύκωνα Ευίππη (κατ' άλλους ήταν κόρη του ποταμού Κηφισού) και απόκτησε μαζί της τον Ετεοκλή.

Ετεοκλής (1350-1320 π.Χ.)

Γιος του Ανδρέα, που έχτισε το ναό των Χαρίτων και πρώτος θυσίασε σ' αυτές. Από τους συγχρόνους του ποιητές αποκαλείται Κηφησιάδης και η περιοχή ονομάζεται Κηφησιάς. Κατά τη βασιλεία του ήρθε σ' αυτόν ο Άλμος, ο γιός του Σισύφου (αδελφού του Αθάμα) και θείος του Αλιάρτου και του Κόρωνα, στον οποίο ο Ετεοκλής παρεχώρησε ένα μικρό τμήμα στην περιοχή όπου ίδρυσε την κωμόπολη Άλμωνες που αργότερα ονομάστηκε Όλμωνες.

Φλεγύας (1320-1310 π.Χ.)

Από τη γενιά του Κορίνθιου Άλμου (γιός της κόρης του Άλμου Χρύσης και του Άρη), διαδέχτηκε τον άτεκνο Ετεοκλή. Η κόρη του Κορωνίδα γέννησε το γιό του Απόλλωνα Ασκληπιό. Στις μέρες του η περιοχή ονομάστηκε Φλεγυαντίς και έκτισε μια πόλη που ονόμασε Φλεγύα και στην οποία συγκέντρωσε τους καλύτερους Έλληνες πολεμιστές. Σκοτώθηκε από τον Απόλλωνα σε μια εκστρατεία του κατά των Δελφών.

Χρύσης (1310-1300 π.Χ.)

Διάδοχος του άτεκνου Φλεγύα, γιος της επίσης κόρης του Άλμου Χρυσογένειας και του Ποσειδώνα.

Μινύας (1300-1275 π.Χ.)

Γιος του Χρύση κι ο βασιλιάς που οραματίστηκε και δημιούργησε τη μεγάλη ακμή του Ορχομενού. Από το όνομα του σπουδαίου αυτού βασιλιά ο τόπος ονομάστηκε Μινυάδα και οι κάτοικοί του Μινύες. Κατά τον Παυσανία, ο Μινύας απέκτησε πολλά πλούτη και ήταν ο πρώτος που έχτισε "Θησαυρό" για να φυλάξει μέσα τα χρήματά του.

Ορχομενός (1275-1255 π.Χ.)

Γιος του Μινύα. Από τον ήρωα Ορχομενό η βορειοδυτική Κωπαίδα ονομάστηκε Ορχομενία και οι κάτοικοι Ορχομένιοι. Στον βασιλιά Ορχομενό ήρθε ο φυγάς από το Άργος Ύηττος και αυτός του παρεχώρησε την περιοχή όπου και έχτισε τον Ύηττο. Ο Ορχομενός δεν έκανε παιδιά και έτσι εξαφανίστηκε η γενιά του Άλμου.

Κλύμενος (1255-1250 π.Χ.)

Από τη γενιά του Αθάμα, γιός του Πρέσβωνα και εγγονός του Φρίξου. Σκοτώθηκε σε γιορτή προς τιμή του Ποσειδώνα στην Ογχηστό της Αλιάρτου, από μια πέτρα που έριξε ο οδηγός του άρματος του Θηβαίου Μένοικου.

Εργίνος (1250-1225 π.Χ.)

Γιός του Κλύμενου που εκστράτευσε κατά των Θηβών για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Υποχρέωσε τους Θηβαίους να υπογράψουν συνθήκη σύμφωνα με την οποία θα πλήρωναν φόρο 100 βοδιών κάθε χρόνο και για 20 χρόνια. Την κατάσταση ανέτρεψε ο Ηρακλής που βοήθησε τους Θηβαίους να απελευθερωθούν και προξένησε μεγάλες καταστροφές στον Ορχομενό. Κατά την παράδοση έφραξε τις καταβόθρες που μάζευαν τα νερά του Κηφισού και του Μέλανα, πλημμυρίζοντας τον κάμπο και αχρηστεύοντας έτσι το ιππικό των Ορχομενίων. Ο Εργίνος έκλεισε ειρήνη με τον Ηρακλή και, μετά από χρησμό, πήρε νέα γυναίκα με την οποία απόκτησε τους Τροφώνιο και Αγαμήδη (κατά μία άλλη εκδοχή ο Τροφώνιος ήταν γιος του Απόλλωνα). Ο Εργίνος έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία όπου, μετά το θάνατο του πηδαλιούχου Τίφυ, ανέλαβε την διακυβέρνηση της Αργούς.

Τροφώνιος και Αγαμήδης (1225-1214 π.Χ.)

Γιοι του Εργίνου, αρχιτέκτονες, έχτισαν το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και ίδρυσαν το μαντείο της Λιβαδειάς.

Ασκάλαφος και Ιάλμενος (1214-1194 π.Χ.)

Γιοι του Άρη που γέννησε η Αστυόχη στου Άκτορα, του γιού του Αζέα, το παλάτι, όπως ιστορεί ο Όμηρος. Οδήγησαν τους Ορχομένιους πολεμιστές στον Τρωικό πόλεμο. Διακρίθηκαν σαν θαρραλέοι φρουροί της Τάφρου μπροστά στα τείχη της Τροίας. Πολέμησαν ακόμα κατά της Πενθεσίλειας βασίλισσας των Αμαζόνων και κατά του Αινεία. Σκοτώθηκαν στην Τροία.